κόχλαξ

κόχλαξ
κόχλαξ
pebble
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόχλαξ — κόλχαξ, ακος, ὁ (Α) 1. χαλίκι («ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῡ πεδίου», ΠΔ) 2. λίθος μυλίτης, μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχληξ] …   Dictionary of Greek

  • κοχλάκων — κόχλαξ pebble masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλακα — κόχλαξ pebble masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλακας — κόχλαξ pebble masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλακες — κόχλαξ pebble masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλακος — κόχλαξ pebble masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλαξι — κόχλαξ pebble masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλαξιν — κόχλαξ pebble masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληκας — ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ηξ …   Dictionary of Greek

  • χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”